- εξάμετρος
- -η, -ο (AM ἑξάμετρος, -ον)1. (για στίχο) αυτός που αποτελείται από έξι μέτρα2. (για έμμετρο λόγο) αυτός που αποτελείται από εξάμετρους στίχους («ἡ Πυθίη ἐν ἐξαμέτρῳ τόνῳ λέγει τάδε», Ηρόδ.)3. το ουδ. ως ουσ. τό εξάμετροστίχος που αποτελείται από έξι μετρικούς πόδες, κυρίως δακτυλικούςνεοελλ.1. φρ. «τονικό εξάμετρο» — στίχος που αποτελείται από έξι τονικούς δακτύλους2. αυτός που έχει πλάτος έξι μέτρων.[ΕΤΥΜΟΛ. < εξα- < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + μέτρον].
Dictionary of Greek. 2013.